ανίδρυση

ανίδρυση
η
1. η εκ νέου ίδρυση, ανοικοδόμηση εκ βάθρων
2. μτφ. ανασύσταση, αναβίωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ανίδρυση — η ανοικοδόμηση, ανέγερση: Αποφασίστηκε η ανίδρυση ορισμένων αρχοντικών στα Αμπελάκια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανιδρυτής — ο αυτός που κάνει, επιχειρεί ανίδρυση, ανοικοδόμηση …   Dictionary of Greek

  • ανέγερση — η 1. το ανασήκωμα, η ανόρθωση: Είχε χτυπήσει, πέφτοντας, πολύ και η ανέγερση ήταν δύσκολη. 2. ανίδρυση, ανοικοδόμηση: Περατώθηκε η ανέγερση του νέου φοιτητικού οικοτροφείου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”